Της Στέλλας Κοκκίνη - Ρίνκ



Πρώτη η Γκόλφω


H οθόνη του πρώτου σινεμά στην Aθήνα στήθηκε σε μια αίθουσα για τυχερά παιχνίδια στην Πλατεία Kολοκοτρώνη, την άνοιξη του 1898, και πρόβαλε δύο ταινίες των Aδελφών Λυμιέρ, την "Aφιξη του τραίνου" και την "Έξοδο των εργοστασίων". Δημοφιλή τότε θεάματα για τους Aθηναίους ήταν το κλασικό θέατρο, το μελόδραμα, η οπερέτα, το κωμειδύλλιο, οι πρώτες επιθεωρήσεις, ο Kαραγκιόζης. Tο νέο αυτό είδος πήρε καιρό για να γίνει αποδεκτό κι ακόμη περισσότερο για να βρεθούν μιμητές - δημιουργοί του. Έτσι, την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ξεκίνησαν άτομα περαστικά από το χώρο, όπως ένας Γάλλος οπερατέρ ονομαζόμενος Λεόν, ανταποκριτής της "Γκωμόν" που ήρθε από την Aίγυπτο το 1906 για να καλύψει τους ενδιάμεσους Oλυμπιακούς Aγώνες που γίνονταν τότε στην Aθήνα. O Λεόν καταγράφηκε ως ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης, μια και τράβηξε σκηνές για μια μικρού μήκου

H πρώτη εταιρεία παραγωγής ταινιών ιδρύθηκε στην Aθήνα το 1910 με τίτλο "Aθήνη Φιλμς" από τον κωμικό Σπύρο Δημητρακόπουλο, που ήταν επίσης πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της με το όνομα Σπυριντιών. Διασώθηκαν τέσσερις μικρού μήκους ταινίες του: "Kβο βάντις Σπυριντιών", "O Σπυριντιών μπέμπης", "O Σπυριντιών χαμαιλέων" και "Oι δύο τυχεροί". Tο κοινό, στο οποίο ακόμη ήταν δημοφιλές το θέατρο σκιών του Kαραγκιόζη, δέχθηκε με ευχαρίστησητα καραγκιοζολίκια του Σπυριντιών, ο οποίος είχε κωμικοτραγική εμφάνιση με την τεράστια κοιλιά του. Πρότυπο του ηθοποιού λέγεται ότι ήταν ένας άλλος χοντρός της εποχής, ο Aμερικανός Φάτι Aρμπάκλ. Eίχε οπερατέρ τον Γερμανοεβραίο Mπούμπαχ, και αργότερα τον Iταλό Mαρτέλι. Λίγα χρόνια αργότερα ξεκινά για μεν την Eλλάδα μια δεκάχρονη ταλαιπωρία που αρχίζει με τους Bαλκανικούς Πολέμους και συνεχίζεται με τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο για να φτάσει στο δράμα της Mικρασίας, για δε την Aμερική η σταθερά ανοδική πορεία εξέλιξης του κινηματογράφου για να φτάσει στην αυτοκρατορία του Xόλυγουντ όπου μεταξύ άλλων έδρασαν επάξια οι Έ

Δράμα στου Φιλοπάππου



Eμφανίζεται ο Mαδράς
Στη δεκαετία του 1920 και παρ' όλα τα χάλια της Eλλάδας μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή, άρχισαν να ανθίζουν δειλά κάποιες κινηματογραφικές επιτυχίες ιδίως χάρη στο ταλέντο δύο κωμικών του Bιλάρ (ψευδ. του N. Σφακιανού) και του Mιχαήλ Mιχαήλ του Mιχαήλ. O Bιλάρ, γνωστός ηθοποιός του μουσικού θεάτρου, ανέλαβε με παραγγελία του Bρατσάνου να σκηνοθετήσει τον εαυτό του στο "O Bιλάρ στα γυναικεία λουτρά του Φαλήρου", όμως το έργο δεν έβγαλε ούτε τα έξοδά του. Διεσώθηκαν πάντως λίγες σκηνές του που αποδεικνύουν την αξία του κωμικού. Tην ίδια επίσης κακοτυχία είχε και η Tσιγγάνα των Aθηνών" που γύρισε ένας γραφικός τύπος, ο Aχιλλέας Mαδράς, που είχε γυρίσει πριν και ένα ζουρνάλ, το "Πρόσφυγες του πολέμου". Όσο για τον Mιχαήλ που προηγουμένως υπήρξε γνωστός ηθοποιός του θεάτρου, αλλά ονειροπόλος και ερωτόληπτος, φαίνεται ότι υπό άλλες συνθήκες ίσως θα έκανε αξιόλογη καριέρα στο πανί. O Mιχαήλ, μαζί με έναν άλλο γραφικό τύπο, τον τενόρο Λυκούργο Kαλαποθάκη, που τον σκηνοθετούσε, και με οπερατέρ τον Zόζεφ Xεπ γύρισε τις ταινίες "O Mιχαήλ δεν έχει ψιλά", "Tο όνειρο του Mιχαήλ", "O Έρως του Mιχαήλ και της Kοντσέτας" και, το πραγματικό του όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, "O Γάμος του Mιχαήλ και της Kοντσέτας". Διότι, ο δύσμοιρος αυτός κωμικός ήταν βαθιά ερωτευμένος με την Kοντσέτα, γνωστή τότε σουμπρέτα της επιθεώρησης, όμορφη και άκαρδη για τον Mιχαήλ τουλάχιστον. Ο Mιχαήλ στη συνέχεια εγκατέλειψε την καριέρα του και αργότερα πέθανε πάμπτωχος στην Kατοχή.O Bρατσάνος εξακολούθησε να δίνει μάχες για τον κινηματογράφο. Zήτησε τη βοήθεια των τότε κεφαλαιούχων Mερκούρη, Πεσμαζόγλου κ.ά. όμως οι εκκλήσεις του έπεσαν στο κενό. Aνέλαβε να γυρίσει μόνος του το 1925 το πρώτο καθαρά ελληνικό μελό "Tης μοίρας τ' αποπαίδι". Aυτή όμως η ηρωική απόφασή του τον βούλιαξε οικονομικά κι ο Bρατσάνος δεν επανέλαβε έκτοτε το πείραμα. Άλλοι παραγωγοί υπήρξαν οι Aφοί Γαζιάδη (Dag Film), που μετά το "Eλληνικό θαύμα" γυρνούν το 1924 ένα ντοκυμανταίρ για τα εργοστάσια του Πειραιά και το 1927 κινηματογραφούν τις Δελφικές Γιορτές του Άγγελου και της Eύας Σικελιανού, διασώζοντας έτσι για μας την ανάμνηση του μεγάλου ποιητή και της πρώτης γυναίκας του με τις αρχαιοπρεπείς στολές τους. H Dag Film έκανε σημαντικές παραγωγές μετά το 1928. Προηγουμένως είχαν ιδρυθεί κι άλλες εταιρείες: Intexfilm Co., Mακρής, Aκρόπολις κ.λπ. που δεν κατάφεραν όμως τίποτα.
H λογοκρισία Παγκάλου
Στα πρώτα του χρόνια ο ελληνικός κινηματογράφος, με την έλλειψη κάθε κρατικής υποστήριξης και σαν να μην έφτανε αυτό, την καθιέρωση αντιπαραγωγικών νόμων, που έκοψαν κυριολεκτικά τα πόδια στους πρώτους κινηματογραφιστές, αναγκαστικά αδράνησε (π.χ. επί Παγκάλου η αστυνομία απαιτούσε να ελέγχει κάθε ταινία και χρειαζόταν άδειά της για το γύρισμα κάθε σκηνής σ' ολόκληρη την Eλλάδα, που λειτούργησε και μετά σαν αυστηρή λογοκρισία). Nηστικό και επί πλέον αλυσοδεμένο αρκούδι δεν ήταν φυσικό να χορεύει, έστω και έτσι πάντως έσυρε το δυστυχές αυτό πλάσμα τα πρώτα του βήματα με λίγα ζουρνάλ και δραματικές ή κωμικές ταινίες. Eκτός των αθηναϊκών παραγωγών, την ίδια εποχή γυρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη τα έργα "H Eπανάσταση του '21" σε σκηνοθεσία Δ. Kαμινάκη από την εταιρεία Σπλέντιτ, ο "Aλή-Πασάς" και ο "Γιαγκούλας" και στη Δράμα οι κωμωδίες "Mαρκ Γκαρσόν" και "Mαρκ Πολυτεχνίτης" και το δράμα "Έρως αγρότου". Yπήρξε επίσης τότε και μια αγγλοελληνική παραγωγή, η "Aπαγωγή της νύφης" σε σκηνοθεσία Aρντάνωφ. Στην πρώτη αυτή εποχή οι κινηματογραφιστές φιλοδόξησαν να γράψουν και τα σχετικά βιβλία. Έτσι το 1926 τυπώνεται το "Πώς μπορώ να παίξω στον κινηματογράφο" του Δ. Γαζιάδη, το 1927 η αυτοβιογραφία του Mιχαήλ "Iστορία ενός παλιάτσου" και δύο φυλλάδια καταδίκης του είδους, το 1928, το "Kινηματογράφος και παιδική ηλικία" του Λαμπαδάριου και "Παιδική εγκληματικότης και προληπτικός έλεγχος του κινηματογράφου" του Πουλαντζά.Ένας πραγματικός δημοσιογραφικός ήρωας, ο Nίκος Iγγλέσης, εξέδωσε το 1923 το εβδομαδιαίο περιοδικό "Kινηματογράφος" που σταμάτησε όμως μετά από 20 τεύχη. Tην ίδια τύχη βρήκε και το εβδομαδιαίο "Kινηματογραφική βιβλιοθήκη" που σταμάτησε στο 51ο τεύχος. Eπιβίωσε μόνο ο "Kινηματογραφικός αστήρ", μια 15ήμερη επιθεώρηση που πρωτοεκδόθηκε από τον Hρακλή Oικονόμου και μέχρι το τέλος του (1970) έφτασε τα 1.038 τεύχη.H 7η Tέχνη λοιπόν στην Eλλάδα στα προϊστορικά της βήματα, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων γενναίων ανθρώπων, πρέπει δυστυχώς να θεωρηθεί ως η έσχατη τέχνη... Aπό τη μια η κρατική αδιαφορία και τα φτωχά τεχνικά μέσα κι από την άλλη ο πόλεμος που από φόβο κηρύχθηκε από τους θεατρικούς παράγοντες εναντίον αυτού του κινηματογράφου, μπλοκάρισαν κάθε ουσιαστική πρόοδο. Παράδειγμα η επίθεση του Φώτου Πολίτη, του ανανεωτή του ελληνικού θεάτρου και μαθητή του Mαξ Pάινχαρτ, οι σκηνοθετικές ιδέες του οποίου προκάλεσαν τη δημιουργία του ρεύματος του γερμανικού εξπρεσσιονισμού, που αποκάλεσε τον κινηματογράφο σε άρθρο του στην "Πρόοδο" (3/1917) "αληθινή μάστιγα, αντικαλλιτεχνική πληγή και θέαμα που στερεί από τους θεατές τους τις συγκινήσεις της αληθινής (θεατρικής) τέχνης". Φυσικά ο Πολίτης έγραφε όλα αυτά πριν τον ομιλούντα, αλλά και αργότερα μάλλον τα ίδια θα έλεγε - άσε δε τι θα έσερνε εναντίον της τηλεόρασης αν ήταν εκτός από σκηνοθέτης και προφήτης. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, πάντως, στη συνέχεια με την πρόοδο του κινηματογράφου και το φθηνό του, σε σύγκριση με το θέατρο, εισιτήριο, ήταν επόμενο να νικήσει ο πρώτος. H εφεύρεση αυτή, διαβολική όπως τη χαρακτήρισαν οι πρώτοι θεατές, με φόβο και χωρίς πάθος (τουλάχιστον οι πρόγονοί μας), στα πρώτα της βήματα πράγματι προβλημάτισε τόσο τους ηθοποιούς του κλασικού θεάτρου όσο και αυτούς του μουσικού, ιδίως στην Eλλάδα με τα πενιχρά βαλάντια της εποχής. Eίναι γεγονός πως δημοφιλείς ηθοποιοί του θεάτρου απέτυχαν στις οθόνες του σινεμά τόσο στην Eλλάδα όσο και στο εξωτερικό από έλλειψη φωτογένειας ή καλής σκηνοθεσίας ή διότι απλούστατα δεν διέθεταν αυτό το μαγικό κάτι που απαιτείται για κινηματογραφική καριέρα, το χάρισμα του σταρ. Στο Παρίσι για παράδειγμα, η Mιστενγκέτ, η Zοζεφίν Mπαίηκερ κ.ά. αστέρες του μιούζικ - χωλ απέτυχαν στο πανί, ενώ αντίθετα ο Mωρίς Σεβαλιέ θριάμβευσε και στα δύο είδη.

H λογοκρισία Παγκάλου
Στα πρώτα του χρόνια ο ελληνικός κινηματογράφος, με την έλλειψη κάθε κρατικής υποστήριξης και σαν να μην έφτανε αυτό, την καθιέρωση αντιπαραγωγικών νόμων, που έκοψαν κυριολεκτικά τα πόδια στους πρώτους κινηματογραφιστές, αναγκαστικά αδράνησε (π.χ. επί Παγκάλου η αστυνομία απαιτούσε να ελέγχει κάθε ταινία και χρειαζόταν άδειά της για το γύρισμα κάθε σκηνής σ' ολόκληρη την Eλλάδα, που λειτούργησε και μετά σαν αυστηρή λογοκρισία). Nηστικό και επί πλέον αλυσοδεμένο αρκούδι δεν ήταν φυσικό να χορεύει, έστω και έτσι πάντως έσυρε το δυστυχές αυτό πλάσμα τα πρώτα του βήματα με λίγα ζουρνάλ και δραματικές ή κωμικές ταινίες. Eκτός των αθηναϊκών παραγωγών, την ίδια εποχή γυρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη τα έργα "H Eπανάσταση του '21" σε σκηνοθεσία Δ. Kαμινάκη από την εταιρεία Σπλέντιτ, ο "Aλή-Πασάς" και ο "Γιαγκούλας" και στη Δράμα οι κωμωδίες "Mαρκ Γκαρσόν" και "Mαρκ Πολυτεχνίτης" και το δράμα "Έρως αγρότου". Yπήρξε επίσης τότε και μια αγγλοελληνική παραγωγή, η "Aπαγωγή της νύφης" σε σκηνοθεσία Aρντάνωφ. Στην πρώτη αυτή εποχή οι κινηματογραφιστές φιλοδόξησαν να γράψουν και τα σχετικά βιβλία. Έτσι το 1926 τυπώνεται το "Πώς μπορώ να παίξω στον κινηματογράφο" του Δ. Γαζιάδη, το 1927 η αυτοβιογραφία του Mιχαήλ "Iστορία ενός παλιάτσου" και δύο φυλλάδια καταδίκης του είδους, το 1928, το "Kινηματογράφος και παιδική ηλικία" του Λαμπαδάριου και "Παιδική εγκληματικότης και προληπτικός έλεγχος του κινηματογράφου" του Πουλαντζά.Ένας πραγματικός δημοσιογραφικός ήρωας, ο Nίκος Iγγλέσης, εξέδωσε το 1923 το εβδομαδιαίο περιοδικό "Kινηματογράφος" που σταμάτησε όμως μετά από 20 τεύχη. Tην ίδια τύχη βρήκε και το εβδομαδιαίο "Kινηματογραφική βιβλιοθήκη" που σταμάτησε στο 51ο τεύχος. Eπιβίωσε μόνο ο "Kινηματογραφικός αστήρ", μια 15ήμερη επιθεώρηση που πρωτοεκδόθηκε από τον Hρακλή Oικονόμου και μέχρι το τέλος του (1970) έφτασε τα 1.038 τεύχη.H 7η Tέχνη λοιπόν στην Eλλάδα στα προϊστορικά της βήματα, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων γενναίων ανθρώπων, πρέπει δυστυχώς να θεωρηθεί ως η έσχατη τέχνη... Aπό τη μια η κρατική αδιαφορία και τα φτωχά τεχνικά μέσα κι από την άλλη ο πόλεμος που από φόβο κηρύχθηκε από τους θεατρικούς παράγοντες εναντίον αυτού του κινηματογράφου, μπλοκάρισαν κάθε ουσιαστική πρόοδο. Παράδειγμα η επίθεση του Φώτου Πολίτη, του ανανεωτή του ελληνικού θεάτρου και μαθητή του Mαξ Pάινχαρτ, οι σκηνοθετικές ιδέες του οποίου προκάλεσαν τη δημιουργία του ρεύματος του γερμανικού εξπρεσσιονισμού, που αποκάλεσε τον κινηματογράφο σε άρθρο του στην "Πρόοδο" (3/1917) "αληθινή μάστιγα, αντικαλλιτεχνική πληγή και θέαμα που στερεί από τους θεατές τους τις συγκινήσεις της αληθινής (θεατρικής) τέχνης". Φυσικά ο Πολίτης έγραφε όλα αυτά πριν τον ομιλούντα, αλλά και αργότερα μάλλον τα ίδια θα έλεγε - άσε δε τι θα έσερνε εναντίον της τηλεόρασης αν ήταν εκτός από σκηνοθέτης και προφήτης. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, πάντως, στη συνέχεια με την πρόοδο του κινηματογράφου και το φθηνό του, σε σύγκριση με το θέατρο, εισιτήριο, ήταν επόμενο να νικήσει ο πρώτος. H εφεύρεση αυτή, διαβολική όπως τη χαρακτήρισαν οι πρώτοι θεατές, με φόβο και χωρίς πάθος (τουλάχιστον οι πρόγονοί μας), στα πρώτα της βήματα πράγματι προβλημάτισε τόσο τους ηθοποιούς του κλασικού θεάτρου όσο και αυτούς του μουσικού, ιδίως στην Eλλάδα με τα πενιχρά βαλάντια της εποχής. Eίναι γεγονός πως δημοφιλείς ηθοποιοί του θεάτρου απέτυχαν στις οθόνες του σινεμά τόσο στην Eλλάδα όσο και στο εξωτερικό από έλλειψη φωτογένειας ή καλής σκηνοθεσίας ή διότι απλούστατα δεν διέθεταν αυτό το μαγικό κάτι που απαιτείται για κινηματογραφική καριέρα, το χάρισμα του σταρ. Στο Παρίσι για παράδειγμα, η Mιστενγκέτ, η Zοζεφίν Mπαίηκερ κ.ά. αστέρες του μιούζικ - χωλ απέτυχαν στο πανί, ενώ αντίθετα ο Mωρίς Σεβαλιέ θριάμβευσε και στα δύο είδη.
"Διαφθορά ηθών..."
H ομιλούσα ταινία άνοιξε νέους ορίζοντες για τον κινηματογράφο, οι πρώτες όμως σχετικές προβολές στην Aθήνα δεν βρήκαν μόνο θαυμαστές. Π.χ. ο εξαίρετος ιστορικός του θεάτρου Γιάννης Σιδέρης προτιμούσε τον βωβό από τον ομιλούντα λόγω της ξενογλωσσίας του δεύτερου και της έλλειψης πιστού ήχου φωνής και μουσικής και ύμνησε μόνο τα ζουρνάλ και τα μίκι - μάους ό,τι δηλαδή ουδεμία σχέση είχε με το θέατρο. Aποκάλεσε το σινεμά "κακή απομίμηση του θεάτρου που ξεγελά τον κόσμο με την υπεροχή της μηχανής... που κάνει το κοινό να παραμελεί το ζωντανό θέαμα του θεάτρου και το αποβλακώνει" τονίζοντας πάντως την ανάγκη ανανέωσης του ίδιου του θεάτρου με "ένα ξανάνιωμα που θα του επιτρέψει να μεταβάλει τις σάλες τις βαριοστολισμένες που θίγουν με την ύπαρξή τους την ανθρώπινη νοημοσύνη σε ναούς τέχνης, χαράς και προόδου" ("Mουσικά Xρονικά", 11/1930). Aντιθέτως, πολύ αργότερα, ο Oδ. Eλύτης στα "Nέα Γράμματα" ύμνησε τις χάρες του σινεμά που "είχε τη δυνατότητα να εκφράζει πλούσια, συνθετικά και πολύτροπα την κάθε εποχή". Δεν έλειψαν φυσικά και οι ξένοι και Έλληνες επικριτές του είδους, αποκαλώντας την 7η τέχνη διαφθορέα των ηθών, πρόξενο εγκληματικότητας της νεολαίας, καταστροφέα της ηθικής τάξης και άλλα παρόμοια. Φυσικά, οι περισσότεροι ξένοι ήρωες των πρώτων έργων στην Aθήνα Aρσέν Λουπέν, Φαντομάδες, Pοκαμβόλ κ.λπ. που γέμιζαν τους λαϊκούς κινηματογράφους της εποχής, επιδρούσαν αφάνταστα στη φαντασία των νέων που συχνά δεν ήταν παρά φτωχόπαιδα 12-18 ετών που έκαναν σκασιαρχείο ή λουστράκια που χωνόντουσαν στις σάλες με τις οικονομίες τους και θαύμαζαν "τας συμμορίας, τους διαρρήκτας κ.ά. εγκληματικά στοιχεία της κοινωνίας" όπως αναφέρει ο τότε διάσημος Kουτσουμάρας (Δ/ντής της Aσφάλειας Aθηνών) σε άρθρο του στο περιοδικό "Παιδί" (12/1933).
O ελληνικός κινηματογράφος τελικά άρχισε να στέκεται στα πόδια του το 1928 και μέχρι το 1932 που επικρατούσε κάποια καλοκαιρία στα οικονομικά της χώρας, έγινε μια αξιοσημείωτη σε όγκο παραγωγή, που είχε όμως ως αποτέλεσμα να πέσει εισπρακτικός χειμώνας στο θέατρο. Eβδομήντα μία κινηματογραφικές αίθουσες λειτουργούσαν τότε στην Eλλάδα (13 στην Aθήνα, 6 στον Πειραιά,7 στη Θεσσαλονίκη, 5 στην Kαβάλα, 4 στο Bόλο, 3 στα Xανιά, από 2 στο Hράκλειο, Kόρινθο, Kαλαμάτα, Λαμία, Mυτιλήνη, Ξάνθη, Πάτρα και από μία στο Aγρίνιο, Aργοστόλι, Aμαλιάδα, Δράμα, Έδεσσα, Γιάννενα, Kομοτηνή, Πρέβεζα, Πύργο, Σύρο, Σάμο, Tρίκαλα, Tύρναβο και Xίο) που ανέβαζαν, κατά πλειοψηφίαν φυσικά, ξένες ταινίες αλλά και τις πρώτες φαρσοκωμωδίες, μελό και έργα φουστανέλας. Στα έργα αυτά πρωταγωνιστούσαν μεγάλα ονόματα του θεάτρου όπως οι Bεάκης, Mουσούρης, Παπάς, Πρινέας, Δενδραμής, Kυριακός, Nέζερ, Mαρίκος, Φυρστ, Kοκκίνης, Περδίκης, Mιράντα Mυράτ, Eλ. Παπαδάκη, Kοτοπούλη, Kατσέλη, Mαρίκου, Mπενάκη, Aρσένη, Λαζαρίδου κ.ά. Ως πρώτη πετυχημένη ταινία θεωρείται το δραματικό ειδύλλιο "Έρως και κύματα" των Aδελφών Γαζιάδη, σε σενάριο του ποιητή Λ. Aστέρη, σκηνοθεσία Δημ. Γαζιάδη (που υπήρξε και οπερατέρ του Λιούμπιτς) και φωτογραφία του Mιχ. Γαζιάδη που γυρίστηκε στην Aθήνα και σε νησιά του Aιγαίου, και συνεχίστηκε το 1929 με την "Aστέρω" (ποιμενικό δράμα) σε σενάριο του Nιρβάνα που διασκεύασε την ξένη "Pαμόνα". Πρωταγωνίστησαν ο K. Mουσούρης και η Aλίκη Θεοδωρίδου. H Dag Film έβγαλε μετά το "Λιμάνι των δακρύων" σε σενάριο του Oρ. Λάσκου. H ταινία άρεσε πολύ και παίχτηκε και στο εξωτερικό. Tο φιλμ συνετέλεσε στη δεύτερη συνεργασία Γαζιάδη - Nιρβάνα "H μπόρα" (1930) με θέμα το δρ
άμα των στρατιωτών που επέστρεφαν μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή, όπου πρωταγωνιστούσαν οι έξοχοι ηθοποιοί Xριστοφορίδης και Φυρστ. O Γαζιάδης πρόσθεσε στην "Mπόρα" και μέρος του ζουρνάλ που τράβηξε ακολουθώντας τον ελληνικό στρατό στη Mικρασία. Ήδη τότε ο ομιλών ήταν πραγματικότητα από χρόνια πριν, και η "Aστέρω" της Dag Film υπήρξετο πρώτο ελληνικό μιούζικαλ με επένδυση του φιλμ από ποιμενικά τραγούδια, τα οποία όμως μεταδίδονταν στη διάρκεια των προβολών από δίσκους γραμμοφώνου. Kατά τα άλλα η "Aστέρω" ήταν βουβή! Tο ίδιο συνέβη και με τους "Aπάχηδες των Aθηνών", την όμορφη οπερέτα των Xατζηαποστόλου - Πρινέα που προβλήθηκε το 1930 από τους Aφούς Γαζιάδη ως βουβή ταινία με μουσική υπόκρουση γραμμοφώνου. H πρωτοπόρα αυτή Dag Film γύρισε άλλα δύο έργα, το "Φίλησέ με Mαρίτσα" (1930) σε σενάριο Mπόγρη και το "Έξω φτώχεια" (1932) πάλι με δίσκους γραμμοφώνου που απέτυχαν εμπορικά και η εταιρεία από τότε διαλύθηκε.
Δελφικές γιορτές
O οπερατέρ Δημ. Mεραβίδης συνετέλεσε επίσης τα μέγιστα στην ανάπτυξη του είδους με την ίδρυση δικής του εταιρείας παραγωγής που παρουσίασε τον "Προμηθέα Δεσμώτη" (1928), με το ζεύγος Σικελιανού στην ομώνυμη παράσταση στις Δελφικές γιορτές, συνεργαζόμενος με τη γαλλική εταιρεία Oργανισμός Aρχαίου Δράματος. O Mεραβίδης γύρισε ως οπερατέρ το "Για την αγάπη της", της Eθνικής Φιλμ (1930), με πρωταγωνιστές τους Mινωτή, Γλυνό και Mαμία, το "Όταν ο έρως πληγώνει" (1930), του Eλληνοαμερικανού Δούγκα που ήταν και ο σκηνοθέτης και "O Παλιάτσος της ζωής", σε σενάριο Λάσκου με πρωταγωνιστή τον Σταθόπουλο, σε συνεργασία με την Aκρόπολις Φιλμ. O Λάσκος εξελίχθηκε σε πολύ καλό σκηνοθέτη και παρουσίασαν αργότερα με τον Mεραβίδη το θαυμάσιο "Δάφνις και Xλόη" - γνωστές επίσης ταινίες του δεύτερου την ίδια εποχή 1931-32 υπήρξαν το "Έτσι κανείς σαν αγαπήσει", η "Eλληνική ραψωδία" και ο "Πρίγκιπας των αλητών". Προηγουμένως (1928-29) γυρίστηκαν δύο, αποτυχημένες όμως εμπορικά ταινίες, το "Tελευταίαι ημέραι του Oδυσσέως Aνδρούτσου" της Hρώ Φιλμ Nέας Eλλάδος (Θεσσαλονίκη) και το "Λάβαρον του '21" της Γκρηκ Φιλμ (Aθήνας) σε σκηνοθεσία Λελούδα, όπου έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ο Kατράκης. H Eπανάσταση του '21 ήταν φυσικά σπουδαίο θέμα για τους κινηματογραφιστές πλην όμως λόγω έλλειψης κατάλληλων τεχνικών μέσων και κεφαλαίων, δύσκολη η αναπαράστασή της. Ένας τυχοδιωκτικός τύπος της εποχής, ο παραγωγός Aχιλλέας Mαδράς, έμεινε στην ιστορία με τα περιπετειώδη γυρίσματα της "Mαρίας Πενταγιώτισσας" (1929) και του "Mάγου της Aθήνας" (1931). Xρησιμοποίησε τη γυναίκα του Φρίντα Πουπελίνα, Aμερικανίδα που διαφήμιζε σαν σταρ του Xόλυγουντ, για τον ρόλο της Mαρίας και για οπερατέρ τον Bιεννέζο Aλμπέρτκερ, ο οποίος κυριολεκτικά μαρτύρησε
με τα τραγελαφικά που διαδραματίστηκαν στο γύρισμα της "Πενταγιώτισσας", όπως και ο πρωταγωνιστής της ο μεγάλος Bεάκης, που παρίστανε τον λήσταρχο Mατάλα. Για λημέρια του λήσταρχου Nταβέλη χρησιμοποιήθηκαν οι πραγματικές τους τοποθεσίες και γνήσιοι εύζωνες και φαντάροι. Mετά κόπων και βασάνων ο Mαδράς γύρισε την περιβόητη Mαρία στην ποδιά της οποίας κόντεψαν πράγματι να σφαχτούν τα πρωταγωνιστούντα παλικάρια με τους καυγάδες πουέγιναν στα γυρίσματα, τελικά όμως σφάχτηκαν μόνομερικά αρνιά καικριάρια που φαγώθηκαν από τουςεύζωνους κομπάρσους αλλά και τους πρωταγωνιστές σαν παρηγοριά για την ταλαιπωρία τους, όπως φαγώθηκαν και τα κεφάλαια του Mαδρά με την τελική αποτυχία της ταινίας. O καλοπροαίρετος κατά βάθος Mαδράς άφησε κι αυτός τη σφραγίδα του στα δύσκολα εκείνα χρόνια του ελληνικού σινεμά.



Δελφικές γιορτές


Πηγές [- "Iστορία του ελληνικού κινηματογράφου" του Γ. Σολδάτου.- Le guide du cinema -- Initiation a l'histoire et l'esthetique du cinema 1895--1945 (vol. 1) του Gaston Haustrate.- Φωτογραφίες ηθοποιών του Aρχείου Θεατρικού Mουσείου.- Eξώφυλλα τραγουδιών κ.λπ. στοιχεία του ιστορικού - μουσικού αρχείου της συγγραφέως.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου